Μια καταστροφική καψούρα ήσουν κι ας είχες ντυθεί έρωτας…


 Πήρα μολύβι και χαρτί να γράψω όσα με καίνε βαθιά μέσα μου. Όσα ανείπωτα τρυπάνε την καρδιά μου, όσα δεν τόλμησα ποτέ να ξεστομίσω και καταστρέφουν το “είναι” μου.

 Όσα λόγια σου χρωστάω, αλλά δεν σου είπα ποτέ… Επικράτησε η λογική ή ο εγωισμός; Φοβήθηκα μη και λυγίσω μπροστά σου ή τρόμαξα κι εγώ η ίδια απ’ όσα πλημμύρισαν το μέσα μου; Δεν μίλησα την ώρα που με “πυροβολούσες” με τις λέξεις που συνόδεψαν το αντίο σου κι έμεινα πίσω μ’ ένα “τσουβάλι” σκέψεις που βαραίνουν ακόμη την ψυχή μου.

Πήρα μολύβι και χαρτί να γράψω όσα με καίνε βαθιά μέσα μου. Όσα κράτησα για μένα, ενώ θα έπρεπε να σου χρεώσω. Ίσως τότε ένιωθες έστω το ελάχιστο του πόνου που μου χάρισες. Μα αυτό θέλει καρδιά, κάτι που εσύ μάλλον δεν διαθέτεις. Μα έλα που με πνίγουν, έλα που με διαλύουν, έλα που με πονάνε… Και με πονάνε τόσο, που δεν αντέχω άλλο πια! Και θέλω σαν δυνατό χαστούκι να πέσουν στο πρόσωπό σου! Σ’ αυτό το πρόσωπο που αγάπησα, που λάτρεψα, που ερωτεύτηκα, που πίστεψα. Γιατί αυτή είναι η αλήθεια…

Σ’ αγάπησα. Αμέτρητα. Σ’ ερωτεύτηκα. Απέραντα. Σε πίστεψα. Άνευ όρων. Για έναν περίεργο λόγο, όλα μέσα μου ούρλιαζαν πως δεν αξίζω όλο αυτό το παραμύθι που μου χάρισες. Κι ήταν τόσο δυνατές οι φωνές, που επέλεξα να κλείσω τ’ αυτιά μου κι απλά να το ζήσω. Χωρίς να σκέφτομαι. Χωρίς να αναλύω. Χωρίς να αμφιβάλλω. Αστείο δεν είναι που η ιστορία έδειξε πως αυτό που μου ούρλιαζε το ένστικτό μου είναι ότι δεν μου άξιζε αυτό, απλά και μόνο γιατί ήταν ένα τεράστιο ψέμα;

Πρωτόγνωρα τα συναισθήματα που γέμισαν το “είναι” μου και σαν μικρό παιδί, πήγαινα όπου με πήγαινες. Γιατί αυτό συνέβη, σου είχα δώσει το χέρι και δεν ρώτησα ποτέ το πού με πας. Ένα ένα με κατέβαζες στα σκαλιά της κόλασης κι εγώ φανταζόμουν πως ανεβαίνουμε στα σύννεφα. Ήταν κλειστά τα μάτια μου. Αυτό δεν κάνει ο έρωτας; Ή μάλλον όχι! Δεν ήσουν έρωτας εσύ! Μια καταστροφική καψούρα ήσουν κι ας είχες ντυθεί παραμύθι. Μα πώς το μπόρεσες αλήθεια; Πώς το μπόρεσες να χαρακώνεις έτσι όλη την αλήθεια, όλη την αγάπη, όλο το νοιάξιμο που σου χάριζα;

Είχες δίκιο τελικά, ήσουν λίγος, λίγος για μένα. Βολική η δικαιολογία που χρησιμοποίησες, αλλά έλα που ήταν η μόνη αλήθεια. Γιατί αυτή ήταν η αλήθεια, ήσουν λίγος, μικρός, ασήμαντος. Ήσουν ανίκανος να σταθείς σαν άντρας μπροστά μου και να μου πεις πως δεν νιώθεις πια, πως δεν ένιωσες ποτέ. Ήσουν δειλός να με κοιτάξεις στα μάτια και να μου πεις πως κουράστηκες, βαρέθηκες. Και ξέρεις… όσο τα σκέφτομαι, όλο και πιο μικρός μου μοιάζεις, όλο και μικραίνεις στο βλέμμα μου. Και πάει καιρός κι έχεις γίνει τόσο μικροσκοπικός, άυλος σχεδόν…

Πήρα μολύβι και χαρτί να γράψω όσα με καίνε βαθιά μέσα μου. Μα άφησα για το τέλος το καλύτερο. Δεν σε κατηγορώ. Δεν έφταιγες εσύ, εσύ τόσος ήσουν. Εγώ έφταιγα. Εμένα κατηγόρησα. Που πίστεψα, που εμπιστεύτηκα. Που ένιωσα για τον λάθος άνθρωπο, που αγάπησα ένα ψέμα. Εγώ έφταιγα! Τα δικά μου λάθη μέτρησα ξανά και ξανά. Και με δίκασα και με καταδίκασα αμέτρητες φορές. Μα τα κατάφερα πια κι έχω βγει στο φως. Εσύ;


Κική Γιοβανοπούλου                                                                                                                                                             


ΠΗΓΗ