Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Την πρώτη φορά που σε είδα κάτι μέσα μου σκίρτησε, σαν να ήξερε πως μόνο μπελάδες μπορούσες να μου προσφέρεις.
Το αγνόησα και συνέχισα να σε χαζεύω, έτσι από μακριά. Μου έφτανε τότε, έτσι μόνο από μακριά να σε κοιτάω.
Την δεύτερη φορά που σε είδα ένα τεράστιο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό μου ασυναίσθητα, σαν να ήξερα πως αυτοί οι μπελάδες θα ήταν οι ωραιότεροι της ζωής μου.
Συνέχισα να χαμογελάω, μου άρεσε αυτό που μου προκαλούσε η παρουσία σου, μία ακατανίκητη ευτυχία, μια ανεξήγητη χαρά.
Την τρίτη φορά ήρθες και συστήθηκες και τα μάτια μου ένιωσα να παίρνουν φωτιά. Είχα συνηθίσει να σε κοιτάω από μακριά και δεν μπορούσα να πιστέψω πως επιτέλους σε γνώρισα.
Γύρισα σπίτι μου εκείνο το βράδυ και ο ύπνος δεν ήρθε ποτέ, από την πρώτη κιόλας μέρα είχαν ξεκινήσει οι μπελάδες. Όμορφοι μπελάδες, μες την γλύκα.
Φλερτάραμε με την καταστροφή και δεν ενδιέφερε κανέναν από τους δύο. Κάπου κάπου μικρές ανησυχίες εμφανίζονταν στα πρόσωπά μας, μα με ένα φιλί όλα γίνονταν παρελθόν.
Άκουγα το όνομά μου από τα χείλη σου και ήταν σαν να μην με έχει φωνάξει ποτέ κανείς άλλος με το όνομά μου. Ήταν σαν να το άκουγα για πρώτη φορά.
Πόσο ωραία ηχούσε στο στόμα σου.
Κάθε πρωί μαζί. Κάθε βράδυ αγκαλιά, να μην σκεφτόμαστε το αύριο, να μην σκεφτόμαστε τίποτα. Χάδια και φιλιά και δυο ζευγάρια μάτια να γυαλίζουν στο σκοτάδι. Κάπου κάπου ένα φευγαλέο χαμόγελο ευτυχίας σχηματιζόταν στα δύο πρόσωπα και έσβηνε με ένα φιλί.
Κάθε μέρα. Μέχρι που ήρθε το τέλος. Και δεν μας πείραξε. Ήμασταν εντάξει. Όλα ήταν καλά και θα συνέχιζαν να είναι καλά. Ζήσαμε κάτι μοναδικό και θέλαμε να το κρατήσουμε έτσι στο μυαλό μας.
Μα, η ανθρώπινη φύση βλέπεις είναι άπληστη. Δεν μας αρκούσε τελικά αυτό το λίγο, έπνιγε το πολύ μας. Θέλαμε κι άλλο, κι άλλο χρόνο, κι άλλες μέρες, κι άλλα φιλιά. Θέλαμε να ζήσουμε κι άλλα μαζί. Και κάπως έτσι άρχισε η καταστροφή.
Βάλαμε τα χέρια μας και βγάλαμε τα μάτια μας καρδιά μου. Τραβήξαμε πολύ το σχοινί και δεν μας άντεξε. Θέμα χρόνου ήταν να σπάσει, και άργησε μπορώ να σου πω.
Προσπαθήσαμε να συνεχίσουμε κάτι που είχε από καιρό τελειώσει. Μα δεν μας βγήκε, εσύ ξενέρωσες και εγώ έπεσα στα πατώματα. Ποτέ δεν θα στο πω, ποτέ δεν θα σου πω πόσο με ρήμαξε όλη αυτή η ιστορία. Ήξερα πως είσαι μπελάς, ήξερα πως θα φέρεις τα πάνω κάτω στη ζωή μου και ήθελα να το ζήσω, αλλά για λίγο. Και έπειτα ήθελα να το ζήσω στο έπακρο. Μα δεν ήξερα. Δεν ήξερα πως αυτό το έπακρο θα μηδενίσει τα πάντα μέσα μου. Δεν ήξερα πως μπορούσε κάποιος να νιώσει όλα αυτά τα συναισθήματα μαζεμένα. Δεν περίμενα πως μπορώ να τα βιώσω όλα αυτά τα συναισθήματα.
Γονάτισα. Πόνεσα, έκλαψα, θύμωσα. Θύμωσα ναι, με εμένα, που περίμενα πως όλο αυτό ήταν κάτι. Θύμωσα και με εσένα, που με έκανες να πιστέψω πως όλο αυτό ήταν κάτι. Θύμωσα και με τους δυο μας που πιστέψαμε πως μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα, θύμωσα που πιστέψαμε πως όλο αυτό δεν θα επηρεάσει κανέναν μας. Και έπειτα έκλαψα πάλι, έκλαψα πολύ, τόσο που πλέον δεν υπήρχαν δάκρυα στα μάτια μου. Έκλαψα και κάθε δάκρυ ήταν και μια ανάμνησή μας, κάθε δάκρυ ήταν ένα βράδυ, ένα πρωί, ένα φιλί, μια αγκαλιά. Κάθε δάκρυ έκαιγε στα μάγουλά μου όπως με έκαιγαν τα χέρια σου όταν με ακουμπούσες.
Και ερχόμαστε στο σήμερα. Δεν ξέρω πλέον τι νιώθω. Σε θυμάμαι και πίνω, και πίνω όταν σε θυμάμαι και διέξοδο δεν βρίσκω. Οι σκέψεις και οι αναμνήσεις θολώνουν το μυαλό μου, μηδενίζουν το κοντέρ και θέλω να ξαναζήσω μαζί σου τα πάντα, θέλω να ζήσω μαζί σου αυτά που δεν έζησα.
Κλαίω ακόμα που και που. Μα τώρα κλαίω γιατί δεν ξέρω τι άλλο να κάνω για να μην σε θέλω, τι άλλο να κάνω για να σε βγάλω από το μυαλό μου. Κλαίω γιατί θυμώνω μαζί μου που ακόμα ασχολούμαι, που ακόμα με επηρεάζει και με πονάει. Θυμώνω γιατί δεν έχω καταφέρει να προχωρήσω, θυμώνω γιατί νιώθω χαζή που αιωρούμαι πάνω από μια κατάσταση δίχως τέλος και αρχή. Θυμώνω γιατί τα πάντα μου φταίνε, τα πάντα εκτός από εσένα. Και εσύ θα έπρεπε να είσαι ο πρώτος που μου φταίει.
Ήξερα από την πρώτη στιγμή που σε είδα ότι θα ήσουν μπελάς. Το ήξερα μα το αγνόησα.
Σε είδα ξανά. Τίποτα δεν άλλαξε. Πάλι από μακριά βρέθηκα να σε κοιτώ. Πάλι τα μάτια μου γυάλισαν και ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό μου. Χαμόγελο μεταξύ θλίψης και νοσταλγίας αυτή τη φορά, όχι ανεξήγητης χαράς.
Χαμογέλασα γιατί κατάλαβα πως πλέον το να σε κοιτώ από μακριά δεν μου αρκεί. Το να σε κοιτώ από μακριά πλέον πονάει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Πονάει γιατί ξέρω πως δεν θα γυρίσεις να με κοιτάξεις έτσι όπως με κοίταξες την πρώτη εκείνη φορά. Ξέρω πως δεν μπορώ να έρθω να σε αγγίξω, να σε φιλήσω. Πονάει ρε πούστη γιατί ξέρω πως ότι κι αν κάνω πλέον ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω.
Αν με ρωτήσεις λοιπόν σήμερα θα σου πω πως μου λείπεις πάντα, μα δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ. Θέλω να μείνεις μακριά, μία ανάμνηση γλυκόπικρη, με γεύση από θάλασσα και μυρωδιά από αλμύρα. Θέλω να μην σε ξαναδώ, γιατί κουράστηκα να πονάω, κουράστηκα να θέλω να απλώσω το χέρι μου να σε αγγίξω και εσύ να χάνεσαι σαν μια νεφέλη. Θέλω να μην σε ξαναδώ ποτέ μπροστά μου γιατί κάθε φορά στο μυαλό μου έρχεται εκείνη η πρώτη φορά που μου μίλησες.
Ακόμα θυμάμαι το χαμόγελο σου και τα λαμπερά σου μάτια. Ακόμα θυμάμαι πως με κοιτούσες και δεν θα αφήσω τίποτα να μου πάρει αυτή την ανάμνηση. Δεν θέλω να σε ξαναδώ λοιπόν.
Θέλω να μείνω στις αναμνήσεις μου, να θυμάμαι εκείνο το φιλί που μου ρουφούσε το οξυγόνο μου αλλά με έναν παράξενο τρόπο μου έδινε ζωή.
Αν ποτέ με δεις, σε παρακαλώ γύρνα από την άλλη και φύγε, γιατί τούτη την φορά δεν θα μπορέσω να κρατηθώ. Θα έρθω και θα σε φιλήσω και αυτό μόνο καταστροφή μπορεί να φέρει!