Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Απόψε, έτσι βρε αδελφέ, γιατί έχω κέφια και για το καλωσόρισμα της νέας χρονιάς, θα σας πω μια αλλόκοτη και σπάνια ιστορία.
Απόψε θα γράψω για όλους εσάς, αλλά πιο πολύ για εμένα, μια ιστορία από αυτές που μοιάζουν με τα όμορφα, αλλά ψεύτικα παραμύθια των γιαγιάδων μας, που όλοι τους ζούσανε καλά κι εμείς καλύτερα.
Μια ιστορία, όχι από τις σημερινές και τις συνηθισμένες, αλλά από τις άλλες που κανείς δεν τις πιστεύει στους άγριους καιρούς που ζούμε.
Απόψε θα σας μιλήσω για κάτι απίστευτο και δυσνόητο από τον μέσο και σύγχρονο άνθρωπο, για κάτι που δεν συμβαίνει πια στις μέρες μας.
Μια ιστορία δηλαδή με happy end!
Η ιστορία, πάει κάπως έτσι…
“Μέρες τον έβλεπε να κάθεται μόνος του στο ίδιο πάντα το παγκάκι, με ένα καφέ στο χέρι κι ένα τσιγάρο στο άλλο, αμίλητος και μελαγχολικός, με βλέμμα χαμένο κάπου στο κενό. Θαρρείς πως είχε την όψη του τρελού και του νεκρού το χρώμα.
Μέρες έστεκε και χάζευε ετούτη την εικόνα της σιωπής ενός αγνώστου άντρα.
Ώσπου μια μέρα, πήγε και κάθισε μαζί του, στην μια γωνιά ήταν αυτός και στην άλλη κάθισε εκείνη.
Από την μια αυτός, ο καφές και το τσιγάρο του. Κι από την άλλη αυτή, κοιτούσε τάχα την οθόνη του κινητού της. Δυο σιωπές στριμωγμένες πάνω σε ένα παγκάκι.
Και την επομένη μέρα, ξανά το ίδιο, οι δυο σιωπές καθισμένες στο ίδιο το παγκάκι, η μια να ρίχνει που και που λοξές ματιές κι η άλλη κάπου χαμένη στο απέραντο κενό.
Την τρίτη μέρα, του είπε καλησπέρα κι αυτός της έγνεψε απλά με το κεφάλι του, δίχως να πάρει το βλέμμα από το γνώριμο κενό του.
– Πως σε λένε;
– Γιώργο…
– Σου χαλάω την ησυχία σου;
– …..
Δεν της απάντησε, μονάχα έσφιξε δυνατά τις γροθιές του.
– Έμενα με λένε Ελένη. Μήπως θες βοήθεια, μήπως μπορώ να κάνω κάτι για σένα; Είσαι πολύ σκεπτικός Γιώργο, τι σου συμβαίνει;
– Ναι! Χρειάζομαι βοήθεια. Μπορώ να στην ζητήσω;
– Πες μου, μακάρι να μπορώ.
– Στην τσέπη μου έχω ένα όπλο, γεμάτο. Μα, δεν βρίσκω την δύναμη να το βγάλω και να το στρέψω πάνω μου, δεν έχω τόση δύναμη, μήπως μπορείς να το κάνεις εσύ για μένα; Μήπως μπορείς να με λυτρώσεις επιτέλους;
– Γιατί θες να το κάνεις; Πες μου από τι θες να λυτρωθείς;
– …..
Δεν της απάντησε.
– Άκου τι θα κάνουμε, θα βρεθούμε αύριο εδώ, θα μου πεις την ιστορία σου κι αν με πείσεις, θα σε λυτρώσω. Σύμφωνοι;
– Σύμφωνοι!
Κι ήρθε η άλλη μέρα και πήγε στο παγκάκι κι αυτός ήταν εκεί, στην ίδια θέση, σαν να μην έφυγε ποτέ.
– Σε ακούω Γιώργο, πείσε με πρώτα πως πρέπει να σε λυτρώσω. Βάλε τα δυνατά σου να σε πιστέψω κι ύστερα, αν τα καταφέρεις, έχεις τον λόγο μου πως θα το κάνω.
Τότε, αυτός άρχισε, σαν φουσκωμένο ποτάμι μετά από άγρια καταιγίδα, να της μιλάει, για έναν έρωτα που το σακάτεψε. Για μια αγάπη που πέθανε και μαζί με τον θάνατο της, τον πήρε μαζί της και τον έκανε να νιώθει ζωντανός νεκρός.
Της έλεγε για όσα του σκοτώσαν τα όνειρα του, για νύχτες που του λείπουνε και για μέρες που χάθηκαν οριστικά. Για την πέτρα που είχε κάτσει στο στήθος του και δεν τον άφηνε να πάρει ανάσα. Για τον φόβο του για τους ανθρώπους και για το ότι δεν μπορούσε πια να εμπιστευτεί κανέναν. Για το πόσο λυπάται και σιχαίνεται τον εαυτό του και για το πόσο ανήμπορος είναι να συνεχίσει να ζει.
Κι εκείνη τον άκουγε και τον κοιτούσε. Να τεντώνει τα χέρια του, να πετάγονται οι φλέβες στον λαιμό του, να κομπιάζει η φωνή του και να βουρκώνει που και που.
Άκουγε με προσοχή να της μιλάει για πληγές και για μελανιές που είχε μέσα του. Για την προδοσία που τον άφηνε ξάγρυπνο και τρελαμένο. Για το οινόπνευμα και την νικοτίνη που τον κράταγαν ζωντανό, μα και τον σκότωναν συνάμα. Για τους βάλτους του, για τα αγκάθια επάνω στο κρεβάτι του, για τα σκοτάδια που τον σκεπάζανε, για την παγωνιά της ψυχής του. Για τα νέκρα κι ατιμασμένα όνειρα του.
Ώρες ολόκληρες της μιλούσε κι αυτήν τον άκουγε, προσεχτικά κι εντελώς αμίλητη.
– Θέλω να πεθάνω Ελένη, θέλω να με βοηθήσεις, να με λυτρώσεις θέλω. Θα το κάνεις για μένα;
Να, πάρε το όπλο μου και σε σε παρακαλώ, λύτρωσε με από αυτό το αβάσταχτο μαρτύριο!
– Όχι! Δεν με έπεισες Γιώργο, λυπάμαι, δεν τα κατάφερες…
Δεν θα σκοτώσω εσένα, μα θα σκοτώσω όσα έχεις μέσα σου και δεν το χρειάζομαι το όπλο σου, βαλ΄ το πάλι στην θέση του, γιατί έχω το δικό μου.
Και τότε τον πλησίασε.
Κάθισε ακριβώς διπλά του.
Πήρε το κεφάλι του, το έβαλε στον λαιμό της και τον αγκάλιασε. Κι εκείνος ξέσπασε, άρχισε να κλαίει με βουβούς λυγμούς σαν το παιδάκι.
Κι όσο έκλαιγε, τόσο τον έσφιγγε και του χάιδευε τα μαλλιά του. Κι όσο τον έσφιγγε, για φαντάσου, τόσο ανάσαινε. Κι όσο τον κράταγε, τόσο ξαλάφρωνε και η ψυχή του αφήνοταν.
Και τον λύτρωσε!
Γιατί ήταν κι οι δυο, φωτιά με φωτιά, που δεν το ήξεραν, όμως το έμαθαν.
Γιατί ήταν κι οι δυο, όνειρα σαλεμένα, κι ενωθήκανε.
Γιατί κι οι δυο ήταν αλήθεια κι όχι μια αλήθεια μαζί με ένα ψέμα.
Δεν τον σκότωσε λοιπόν, τον ξανά γέννησε.
Και τον λύτρωσε, όχι με τον τρόπο που της ζήτησε, με τον δικό της, που ήταν καλύτερος, αγκαλιάζοντας τον, ακούγοντας τον και αγαπώντας τον!
Τον λύτρωσε!”
Τι: Σοκαριστήκατε;
Το ξέρω πως δεν το πιστεύτε το τέλος της αυτής εδώ της ιστορίας. Το ξέρω πως παραείναι ευχάριστος ο τρόπος που τελειώνει, για να μπορέσετε να τον αντέξετε.
Μα να σας πω και κάτι; Καρφάκι δεν μου καίγεται!
Έμενα μου φτάνει που την πιστεύω εγώ και κάτι λίγοι ακόμα, που δεν ανήκουμε στον κόσμο σας κι ας ζούμε ανάμεσα σας.