Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Να μη με θυμάσαι όπως βολικά διατυμπανίζεις από εδώ κι από εκεί.
Να μην με θυμάσαι όπως θέλεις να ξεγελάς τον εαυτό σου, τις νύχτες που πια δεν είμαι εκεί.
Να μην με θυμάσαι σαν νικήτρια, που από εγωισμό δηλώνεις ότι είσαι.
Δεν με νίκησες!
Δεν με ξέχασες!
Δεν με τέλειωσες!
Δεν με σκότωσες!
Τα παραμύθια σου κράτησε τα για τους άλλους, όχι σε εμένα αυτά, εγώ ξέρω!
Έτσι να με θυμάσαι..
Σαν μια ευκαιρία που την έχασες.
Σαν ένα ακριβό δώρο, που σου χαρίστηκε μα δεν έκανες καν τον κόπο να το βγάλεις από το κουτί του.
Σαν ένα πιάτο φαγητό, που το πείνασες αλλά ποτέ σου δεν το γεύτηκες.
Σαν ένα ποτήρι κόκκινο γλυκόπιοτο κρασί, που το λαχτάρισες όμως το άφησες και ξεθύμανε και φύγανε όλα του τα αρώματα.
Έτσι να με θυμάσαι…
Σαν μια ζεστή αγκαλιά, που ήρθε να σε ζεστάνει, αλλά εσύ αγαπάς τον πάγο σου.
Σαν ένα κήπο που άνθησε για σένα κι εσύ του έριξες τσιμέντο, από άκρη σε άκρη και τον κάλυψες.
Σαν μια βροχή που την δίψασες κι ήταν έτοιμη να σε ποτίσει, αλλά λίγο πριν πέσω πάνω σου, φύσηξες και με έδιωξες μακριά σου.
Σαν έναν έρωτα, που σε έκανε να τρέμεις από ηδονή, κι εσύ τώρα, τον έχασες οριστικά και αμετάκλητα.
Σαν μια μεγάλη αγάπη, που δεν θα ξανά βρεις, όπου κι αν ψάξεις.
Έτσι να με θυμάσαι, σαν τον μόνο άνθρωπο, που σαν Παναγιά σε λάτρεψε κι εσύ τον σταύρωσες.
Όμως, για δες με!
Άνοιξε ο τάφος μου, μύρισε μύρο, μαζεύτηκαν άγγελοι κι εγώ αναστήθηκα.
Εσύ μείνε στον βολικό βυθό σου, στον σκοτεινό κι υγρό σου τάφο.
Εγώ αναδύομαι!
Δεν με σκότωσες ανόητη, εσένα σκότωσες κι εμένα με έχασες.