Το συναίσθημα δυσαρέσκειας που νιώθετε, σάς λέει ότι χρειάζεται να δουλέψετε περισσότερο τον γάμο σας και όχι να βρείτε έναν τρόπο να τα παρατήσετε.
Για τους περισσότερους ανθρώπους, ο γάμος είναι μια
εμπλουτιστική και ικανοποιητική εμπειρία. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ζευγάρια που είναι πολύ δυσαρεστημένα με το γάμο τους, αλλά παραμένουν μαζί ούτως ή άλλως. Σίγουρα υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι δεν απαγκιστρώνονται έτσι απλά ο ένας από τον άλλον, τερματίζουν τη σχέση τους και συνεχίζουν τη ζωή τους. Ωστόσο, οι ψυχολόγοι εξακολουθούν να δυσκολεύονται να καταλάβουν γιατί μερικοί δυσαρεστημένα ζευγάρια βάζουν τέλος στη σχέση τους, ενώ άλλα εμμένουν σε αυτή.
Η επιστήμη των σχέσεων καθοδηγείται από τη θεωρία της αλληλεξάρτησης, που αναπτύχθηκε από τους κοινωνικούς ψυχολόγους Harold Kelley και John Thibaut εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, κάθε σύντροφος αξιολογεί την προσωπική ικανοποίηση στη σχέση προσδιορίζοντας τα κόστη και τα οφέλη. Όσο τα αντιληπτά οφέλη είναι περισσότερα από τα αντιληπτά κόστη, είστε ικανοποιημένοι με τη σχέση σας.
Για παράδειγμα, ο σύζυγός σας (χρησιμοποιείται το αρσενικό φύλο για λόγους γραφιστικής ευκολίας) μπορεί να έχει πολλές απαιτήσεις σχετικά με το χρόνο και τους πόρους που του αφιερώνετε, αλλά επίσης να είναι αρκετά ανταποδοτικός όσον αφορά στην κάλυψη των αναγκών σας. Ή ίσως ο σύντροφός σας δίνει λίγα, αλλά απαιτεί ακόμη λιγότερα από εσάς. Η θεωρία αλληλεξάρτησης προβλέπει ότι θα είστε ικανοποιημένοι και στις δύο αυτές περιπτώσεις. Μόνο όταν το αντιληπτό κόστος ξεπερνά τα αντιληπτά οφέλη, δημιουργούνται συναισθήματα πικρίας στη σχέση σας.
Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι οι σχέσεις δεν είναι μαθηματικές αναπαραστάσεις. Εάν έχω μόνο μήλα και εσύ έχεις μόνο πορτοκάλια, ένα από τα μήλα μου αξίζει πολύ περισσότερο για εσένα απ? ό, τι για μένα και αντίστροφα με τα πορτοκάλια. Με τον ίδιο τρόπο, δίνουμε στους συντρόφους μας αυτό που θέλουν και σε αντάλλαγμα αυτοί ανταποκρίνονται στις ανάγκες μας. Εάν διαπραγματευτούμε αυτές τις ανταλλαγές σωστά, θα πρέπει και οι δύο πλευρές να αισθάνονται ότι έχουν κερδίσει περισσότερα από όσα έχουν δώσει.Τότε η ικανοποίηση στη σχέση οδηγεί στη δέσμευση, σύμφωνα με τη θεωρία της αλληλεξάρτησης.
Πιο συγκεκριμένα, οι σύντροφοι αισθάνονται αφοσιωμένοι στη σχέση τους υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Έχουν ήδη επενδύσει σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν, που τους προκαλεί την αίσθηση ότι ο γάμος τους πρέπει να έχει κάποια αξία.
Δεν βλέπουν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις που να είναι καλύτερες από την τρέχουσα σχέση τους.
Προς το παρόν αισθάνονται ικανοποιημένοι από το γάμο τους.
Η ικανοποίηση στη σχέση εξαρτάται από την αντίληψη του καθαρού οφέλους, αλλά οι πιο πρόσφατοι ερευνητές έχουν αρχίσει να τονίζουν το ρόλο των προσωπικών προτύπων. Στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, για παράδειγμα, θέλουμε οι σύζυγοι μας να είναι το «άλλο μας μισό» και να είναι ενθουσιωδώς προσαρμοσμένοι στις ανάγκες μας. Θέλουμε ο σύντροφός μας να είναι εραστής και ο καλύτερος φίλος μας μαζί. Σε μερικούς άλλους πολιτισμούς, όπου οι γάμοι μπορεί ακόμα και σήμερα να σχεδιάζονται από τους γονείς, θεωρούνται σημαντικοί κυρίως ως οικονομικές σχέσεις και όχι ως ερωτικά θέματα.
Τα ζευγάρια σε δυσλειτουργικές σχέσεις μπορεί να εμμένουν σε αυτές, απλώς και μόνο επειδή είναι χαμηλά τα πρότυπά τους για το γάμο. Για παράδειγμα, εάν έχετε μεγαλώσει σε μια οικογένεια όπου η κακοποίηση και η παραμέληση ήταν ο κανόνας, ίσως απλά να υποθέτετε ότι έτσι είναι όλοι οι γάμοι. Εάν υποφέρετε από χαμηλή αυτοεκτίμηση, ίσως νομίζετε ότι αξίζετε και την κακομεταχείριση που εισπράττετε από τον σύντροφό σας.
Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις που τα ζευγάρια είναι πραγματικά δυσαρεστημένα με τη σχέση τους και όμως παραμένουν αφοσιωμένα σε αυτήν.
Η εξήγηση αυτής της κατάστασης αποτελεί ένα πρόβλημα για τη θεωρία της αλληλεξάρτησης στην τρέχουσα μορφή της. Υπάρχουν όμως στοιχεία που μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε το κίνητρο για την παραμονή σε έναν δυστυχισμένο γάμο.
Συγκεκριμένα, οι ψυχολόγοι επισημαίνουν ότι ακόμη και οι καλύτεροι γάμοι έχουν τις ατέλειές τους. Οι μεταβολές στον επαγγελματικό χώρο, η ασθένεια ενός μέλους της οικογένειας και ακόμη και η γέννηση ενός παιδιού μπορεί να φέρουν στρεσογόνους παράγοντες μέσα στο γάμο, οι οποίοι μειώνουν σημαντικά την ικανοποίηση στη σχέση και για τους δύο συντρόφους. Και όμως παραμένουν αφοσιωμένοι στη σχέση, αποφασισμένοι να ξεπεράσουν τις δύσκολες καταστάσεις.
Σύμφωνα με αυτούς τους ψυχολόγους, η δέσμευση δεν βασίζεται σε ένα σημερινό επίπεδο ικανοποίησης μέσα στη σχέση, όπως προβλέπει η θεωρία της αλληλεξάρτησης. Αντίθετα, εξαρτάται από την αναμενόμενη ικανοποίηση του συντρόφου στο μέλλον. Με άλλα λόγια, οι σύντροφοι παραμένουν αφοσιωμένοι στο γάμο τους επειδή πιστεύουν ότι η ποιότητα της σχέσης θα βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου.
Πάρτε, για παράδειγμα, τη γέννηση του πρώτου παιδιού. Αν και είναι μια εποχή χαράς και για τους δύο γονείς, αυτή η θετική εμπειρία φθείρεται από αρνητικά αποτελέσματα, όπως η μείωση της οικειότητας και οι αυξημένες απαιτήσεις που δημιουργούνται για την αφιέρωση χρόνου και ενέργειας. Αλλά τα ζευγάρια παραμένουν αφοσιωμένα, όχι επειδή ικανοποιούν τις ανάγκες τους στο παρόν, αλλά επειδή πιστεύουν ότι η σχέση θα γίνει πιο ικανοποιητική αργότερα.
Σε μια σειρά μελετών που διεξήχθη, διαπιστώθηκε ότι η αναμενόμενη μελλοντική ικανοποίηση ήταν ένας ισχυρότερος προγνωστικός παράγοντας για το εάν μια σχέση θα διαρκέσει, σε σχέση με την τρέχουσα ικανοποίηση που εισέπρατταν οι σύντροφοι. Στην πραγματικότητα, η τρέχουσα ικανοποίηση οδηγούσε στη δέσμευση μόνο εάν και οι δύο σύντροφοι ανέμεναν ότι η σχέση θα συνεχίσει να είναι ικανοποιητική. Με άλλα λόγια, μένουμε με τους συντρόφους μας επειδή έχουμε ελπίδα για το μέλλον.
Από αυτή την άποψη, το σημερινό επίπεδο ικανοποίησής σας δεν σηματοδοτεί και μία δέσμευση. Αντίθετα, δείχνει αν υπάρχουν προβλήματα στη σχέση που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Αυτό το συναίσθημα δυσαρέσκειας σας λέει να δουλέψετε περισσότερο τον γάμο σας και όχι να βρείτε έναν τρόπο να τα παρατήσετε. Στην πραγματικότητα, απλά με το να κάνετε κάτι για να βελτιώσετε τη σχέση σας, όπως να αφιερώνετε περισσότερο χρόνο στο σύζυγό σας ή να επισκεφτείτε έναν ψυχολόγο, μπορεί να ενισχύσει την προσδοκία σας για έναν πιο ευτυχισμένο γάμο στο μέλλον, ενισχύοντας έτσι τη δέσμευσή σας ώστε να επιλύσετε τα προβλήματα.
Εκ των υστέρων, η ιδέα ότι η δέσμευση βασίζεται στις προσδοκίες για τη μελλοντική ευτυχία έχει νόημα: Εξάλλου, μιλάμε για μακροχρόνιες σχέσεις, στις οποίες η δέσμευση είναι μέρος της συμφωνίας. Μια σχέση μεταξύ φίλων που βασίζεται στην ανταπόδοση, λήγει όταν σταματήσουν τα οφέλη. Αλλά δεσμευόμαστε σε μια μακροπρόθεσμη σχέση, επειδή πιστεύουμε ότι το καλό θα αντισταθμίσει το κακό, όσο περνάει ο καιρός.
Αν λάβουμε υπ? όψιν τις προσδοκίες μας και όχι μόνο το σημερινό επίπεδο ικανοποίησης μας, τότε ενδεχομένως να μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί μερικοί άνθρωποι μένουν σε δυστυχισμένους γάμους, ενώ άλλοι αποφασίζουν να αποδεσμευτούν.
Τα δεδομένα που συλλέχτηκαν από τους ψυχολόγους στην έρευνα, φαίνεται να υποδηλώνουν τις ακόλουθες τάσεις:
Οι άνθρωποι τείνουν να αποχωρούν από δυστυχισμένους γάμους όταν α) αναμένουν ότι η σχέση δεν θα βελτιωθεί και β) αναμένουν ότι θα βρουν μια καλύτερη εναλλακτική λύση. («Δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει και υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια»).
Οι άνθρωποι τείνουν να παραμένουν σε δυστυχισμένους γάμους όταν (α) αναμένουν ότι η σχέση θα βελτιωθεί ή (β) αναμένουν ότι δεν θα βρουν καλύτερη εναλλακτική λύση. («Θα είμασταν ευτυχισμένοι αν απλά σταματούσε να πίνει και ποιος θέλει ούτως ή άλλως μια ηλικιωμένη νοικοκυρά σαν κι εμένα;»).
Ποιες είναι οι "εναλλακτικές λύσεις" στο γάμο;
Οι ερευνητές συχνά πιστεύουν ότι οι «εναλλακτικές λύσεις» που αναφέρουν οι σύντροφοι, είναι άλλοι δυνητικοί ερωτικοί σύντροφοι. Αλλά είναι επίσης σημαντικό να πούμε ότι παίζουν ρόλο αρκετά κοινωνικά θέματα. Για μερικούς ανθρώπους, η επιλογή της εργένικης ζωής είναι καλύτερη από την κόλαση που βιώνουν ως παντρεμένοι. Για άλλους, μια μοναχική ζωή θα ήταν χειρότερη και από τον θάνατο και ίσως ακόμη χειρότερη και από έναν γάμο χωρίς αγάπη.
Παρά το κοινωνικό ιδανικό του γάμου ως μία ένωση «αδελφών ψυχών», εξακολουθεί να είναι στο πιο βασικό του επίπεδο μια οικονομική συμφωνία για τη δημιουργία μιας οικογένειας. Και, έτσι, κάποια δυσαρεστημένα ζευγάρια μένουν μαζί για χάρη των παιδιών. Καταλήγουν σε μία άβολη ανακωχή, όπως ξεχωριστά υπνοδωμάτια ή ξεχωριστούς τραπεζικούς λογαριασμούς, διότι θεωρούν την προοπτική του διαζυγίου και το διχασμό των παιδιών μεταξύ δύο σπιτιών να είναι ένα ακόμη χειρότερο σενάριο.
Οι θρησκευτικές αντιλήψεις σχετικά με το διαζύγιο μπορούν επίσης να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο. Εάν φύγω από τον δυστυχισμένο γάμο μου, η εκκλησιαστική μου κοινότητα μπορεί να με απορρίψει και θα χάσω τη μόνη κοινωνική υποστήριξη που έχω. Ή θα νιώθω τόση απόγνωση από την ενοχή ότι απέτυχα που δεν θα μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου. Και πάλι, στην περίπτωση αυτή η απόφαση να μείνει κάποιος ή να αποχωρήσει δεν βασίζεται στις παρούσες συνθήκες, αλλά σε αυτό που αναμένει για το μέλλον.
Μόλις γίνει σαφές ότι δεν θα «ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», οι άνθρωποι αξιολογούν τις προοπτικές τους για το μέλλον. Εάν πιστεύουν ότι έχουν καλές πιθανότητες να βρουν κάτι καλύτερο, είναι επιρρεπείς στο να φύγουν και να ξεκινήσουν κάτι καινούριο. Ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα νεαρά παντρεμένα ζευγάρια έχουν περισσότερες πιθανότητες να χωρίσουν: Ξέρουν ότι διαθέτουν ακόμα όσα χρειάζονται για να βρουν έναν σύντροφο.
Αλλά όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιληφθούν μια εναλλακτική λύση που να είναι καλύτερη από τη δυστυχισμένη «συμφωνία σχέσης» που βρίσκονται, μπορούν να μείνουν και να προσπαθήσουν να κάνουν το καλύτερο που μπορούν μέσα σε μία κακή κατάσταση. Αυτά τα ζευγάρια βρίσκουν τρόπους να αμβλύνουν τη σύγκρουση στο γάμο τους, καταλήγοντας να είναι συγκάτοικοι και όχι «αδερφές ψυχές». Μπορούν να αντλήσουν λίγη ευτυχία από τη σχέση τους, αλλά δεν την περιμένουν. Και μερικοί, ίσως πολλοί, εξακολουθούν να βρίσκουν ικανοποιητική ευτυχία μέσα από τις φιλίες τους ή από άλλες δραστηριότητες στη ζωή τους.
https://www.psychologytoday.com/intl
Για τους περισσότερους ανθρώπους, ο γάμος είναι μια
εμπλουτιστική και ικανοποιητική εμπειρία. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ζευγάρια που είναι πολύ δυσαρεστημένα με το γάμο τους, αλλά παραμένουν μαζί ούτως ή άλλως. Σίγουρα υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι δεν απαγκιστρώνονται έτσι απλά ο ένας από τον άλλον, τερματίζουν τη σχέση τους και συνεχίζουν τη ζωή τους. Ωστόσο, οι ψυχολόγοι εξακολουθούν να δυσκολεύονται να καταλάβουν γιατί μερικοί δυσαρεστημένα ζευγάρια βάζουν τέλος στη σχέση τους, ενώ άλλα εμμένουν σε αυτή.
Η επιστήμη των σχέσεων καθοδηγείται από τη θεωρία της αλληλεξάρτησης, που αναπτύχθηκε από τους κοινωνικούς ψυχολόγους Harold Kelley και John Thibaut εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, κάθε σύντροφος αξιολογεί την προσωπική ικανοποίηση στη σχέση προσδιορίζοντας τα κόστη και τα οφέλη. Όσο τα αντιληπτά οφέλη είναι περισσότερα από τα αντιληπτά κόστη, είστε ικανοποιημένοι με τη σχέση σας.
Για παράδειγμα, ο σύζυγός σας (χρησιμοποιείται το αρσενικό φύλο για λόγους γραφιστικής ευκολίας) μπορεί να έχει πολλές απαιτήσεις σχετικά με το χρόνο και τους πόρους που του αφιερώνετε, αλλά επίσης να είναι αρκετά ανταποδοτικός όσον αφορά στην κάλυψη των αναγκών σας. Ή ίσως ο σύντροφός σας δίνει λίγα, αλλά απαιτεί ακόμη λιγότερα από εσάς. Η θεωρία αλληλεξάρτησης προβλέπει ότι θα είστε ικανοποιημένοι και στις δύο αυτές περιπτώσεις. Μόνο όταν το αντιληπτό κόστος ξεπερνά τα αντιληπτά οφέλη, δημιουργούνται συναισθήματα πικρίας στη σχέση σας.
Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι οι σχέσεις δεν είναι μαθηματικές αναπαραστάσεις. Εάν έχω μόνο μήλα και εσύ έχεις μόνο πορτοκάλια, ένα από τα μήλα μου αξίζει πολύ περισσότερο για εσένα απ? ό, τι για μένα και αντίστροφα με τα πορτοκάλια. Με τον ίδιο τρόπο, δίνουμε στους συντρόφους μας αυτό που θέλουν και σε αντάλλαγμα αυτοί ανταποκρίνονται στις ανάγκες μας. Εάν διαπραγματευτούμε αυτές τις ανταλλαγές σωστά, θα πρέπει και οι δύο πλευρές να αισθάνονται ότι έχουν κερδίσει περισσότερα από όσα έχουν δώσει.Τότε η ικανοποίηση στη σχέση οδηγεί στη δέσμευση, σύμφωνα με τη θεωρία της αλληλεξάρτησης.
Πιο συγκεκριμένα, οι σύντροφοι αισθάνονται αφοσιωμένοι στη σχέση τους υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Έχουν ήδη επενδύσει σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν, που τους προκαλεί την αίσθηση ότι ο γάμος τους πρέπει να έχει κάποια αξία.
Δεν βλέπουν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις που να είναι καλύτερες από την τρέχουσα σχέση τους.
Προς το παρόν αισθάνονται ικανοποιημένοι από το γάμο τους.
Η ικανοποίηση στη σχέση εξαρτάται από την αντίληψη του καθαρού οφέλους, αλλά οι πιο πρόσφατοι ερευνητές έχουν αρχίσει να τονίζουν το ρόλο των προσωπικών προτύπων. Στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, για παράδειγμα, θέλουμε οι σύζυγοι μας να είναι το «άλλο μας μισό» και να είναι ενθουσιωδώς προσαρμοσμένοι στις ανάγκες μας. Θέλουμε ο σύντροφός μας να είναι εραστής και ο καλύτερος φίλος μας μαζί. Σε μερικούς άλλους πολιτισμούς, όπου οι γάμοι μπορεί ακόμα και σήμερα να σχεδιάζονται από τους γονείς, θεωρούνται σημαντικοί κυρίως ως οικονομικές σχέσεις και όχι ως ερωτικά θέματα.
Τα ζευγάρια σε δυσλειτουργικές σχέσεις μπορεί να εμμένουν σε αυτές, απλώς και μόνο επειδή είναι χαμηλά τα πρότυπά τους για το γάμο. Για παράδειγμα, εάν έχετε μεγαλώσει σε μια οικογένεια όπου η κακοποίηση και η παραμέληση ήταν ο κανόνας, ίσως απλά να υποθέτετε ότι έτσι είναι όλοι οι γάμοι. Εάν υποφέρετε από χαμηλή αυτοεκτίμηση, ίσως νομίζετε ότι αξίζετε και την κακομεταχείριση που εισπράττετε από τον σύντροφό σας.
Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις που τα ζευγάρια είναι πραγματικά δυσαρεστημένα με τη σχέση τους και όμως παραμένουν αφοσιωμένα σε αυτήν.
Η εξήγηση αυτής της κατάστασης αποτελεί ένα πρόβλημα για τη θεωρία της αλληλεξάρτησης στην τρέχουσα μορφή της. Υπάρχουν όμως στοιχεία που μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε το κίνητρο για την παραμονή σε έναν δυστυχισμένο γάμο.
Συγκεκριμένα, οι ψυχολόγοι επισημαίνουν ότι ακόμη και οι καλύτεροι γάμοι έχουν τις ατέλειές τους. Οι μεταβολές στον επαγγελματικό χώρο, η ασθένεια ενός μέλους της οικογένειας και ακόμη και η γέννηση ενός παιδιού μπορεί να φέρουν στρεσογόνους παράγοντες μέσα στο γάμο, οι οποίοι μειώνουν σημαντικά την ικανοποίηση στη σχέση και για τους δύο συντρόφους. Και όμως παραμένουν αφοσιωμένοι στη σχέση, αποφασισμένοι να ξεπεράσουν τις δύσκολες καταστάσεις.
Σύμφωνα με αυτούς τους ψυχολόγους, η δέσμευση δεν βασίζεται σε ένα σημερινό επίπεδο ικανοποίησης μέσα στη σχέση, όπως προβλέπει η θεωρία της αλληλεξάρτησης. Αντίθετα, εξαρτάται από την αναμενόμενη ικανοποίηση του συντρόφου στο μέλλον. Με άλλα λόγια, οι σύντροφοι παραμένουν αφοσιωμένοι στο γάμο τους επειδή πιστεύουν ότι η ποιότητα της σχέσης θα βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου.
Πάρτε, για παράδειγμα, τη γέννηση του πρώτου παιδιού. Αν και είναι μια εποχή χαράς και για τους δύο γονείς, αυτή η θετική εμπειρία φθείρεται από αρνητικά αποτελέσματα, όπως η μείωση της οικειότητας και οι αυξημένες απαιτήσεις που δημιουργούνται για την αφιέρωση χρόνου και ενέργειας. Αλλά τα ζευγάρια παραμένουν αφοσιωμένα, όχι επειδή ικανοποιούν τις ανάγκες τους στο παρόν, αλλά επειδή πιστεύουν ότι η σχέση θα γίνει πιο ικανοποιητική αργότερα.
Σε μια σειρά μελετών που διεξήχθη, διαπιστώθηκε ότι η αναμενόμενη μελλοντική ικανοποίηση ήταν ένας ισχυρότερος προγνωστικός παράγοντας για το εάν μια σχέση θα διαρκέσει, σε σχέση με την τρέχουσα ικανοποίηση που εισέπρατταν οι σύντροφοι. Στην πραγματικότητα, η τρέχουσα ικανοποίηση οδηγούσε στη δέσμευση μόνο εάν και οι δύο σύντροφοι ανέμεναν ότι η σχέση θα συνεχίσει να είναι ικανοποιητική. Με άλλα λόγια, μένουμε με τους συντρόφους μας επειδή έχουμε ελπίδα για το μέλλον.
Από αυτή την άποψη, το σημερινό επίπεδο ικανοποίησής σας δεν σηματοδοτεί και μία δέσμευση. Αντίθετα, δείχνει αν υπάρχουν προβλήματα στη σχέση που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Αυτό το συναίσθημα δυσαρέσκειας σας λέει να δουλέψετε περισσότερο τον γάμο σας και όχι να βρείτε έναν τρόπο να τα παρατήσετε. Στην πραγματικότητα, απλά με το να κάνετε κάτι για να βελτιώσετε τη σχέση σας, όπως να αφιερώνετε περισσότερο χρόνο στο σύζυγό σας ή να επισκεφτείτε έναν ψυχολόγο, μπορεί να ενισχύσει την προσδοκία σας για έναν πιο ευτυχισμένο γάμο στο μέλλον, ενισχύοντας έτσι τη δέσμευσή σας ώστε να επιλύσετε τα προβλήματα.
Εκ των υστέρων, η ιδέα ότι η δέσμευση βασίζεται στις προσδοκίες για τη μελλοντική ευτυχία έχει νόημα: Εξάλλου, μιλάμε για μακροχρόνιες σχέσεις, στις οποίες η δέσμευση είναι μέρος της συμφωνίας. Μια σχέση μεταξύ φίλων που βασίζεται στην ανταπόδοση, λήγει όταν σταματήσουν τα οφέλη. Αλλά δεσμευόμαστε σε μια μακροπρόθεσμη σχέση, επειδή πιστεύουμε ότι το καλό θα αντισταθμίσει το κακό, όσο περνάει ο καιρός.
Αν λάβουμε υπ? όψιν τις προσδοκίες μας και όχι μόνο το σημερινό επίπεδο ικανοποίησης μας, τότε ενδεχομένως να μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί μερικοί άνθρωποι μένουν σε δυστυχισμένους γάμους, ενώ άλλοι αποφασίζουν να αποδεσμευτούν.
Τα δεδομένα που συλλέχτηκαν από τους ψυχολόγους στην έρευνα, φαίνεται να υποδηλώνουν τις ακόλουθες τάσεις:
Οι άνθρωποι τείνουν να αποχωρούν από δυστυχισμένους γάμους όταν α) αναμένουν ότι η σχέση δεν θα βελτιωθεί και β) αναμένουν ότι θα βρουν μια καλύτερη εναλλακτική λύση. («Δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει και υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια»).
Οι άνθρωποι τείνουν να παραμένουν σε δυστυχισμένους γάμους όταν (α) αναμένουν ότι η σχέση θα βελτιωθεί ή (β) αναμένουν ότι δεν θα βρουν καλύτερη εναλλακτική λύση. («Θα είμασταν ευτυχισμένοι αν απλά σταματούσε να πίνει και ποιος θέλει ούτως ή άλλως μια ηλικιωμένη νοικοκυρά σαν κι εμένα;»).
Ποιες είναι οι "εναλλακτικές λύσεις" στο γάμο;
Οι ερευνητές συχνά πιστεύουν ότι οι «εναλλακτικές λύσεις» που αναφέρουν οι σύντροφοι, είναι άλλοι δυνητικοί ερωτικοί σύντροφοι. Αλλά είναι επίσης σημαντικό να πούμε ότι παίζουν ρόλο αρκετά κοινωνικά θέματα. Για μερικούς ανθρώπους, η επιλογή της εργένικης ζωής είναι καλύτερη από την κόλαση που βιώνουν ως παντρεμένοι. Για άλλους, μια μοναχική ζωή θα ήταν χειρότερη και από τον θάνατο και ίσως ακόμη χειρότερη και από έναν γάμο χωρίς αγάπη.
Παρά το κοινωνικό ιδανικό του γάμου ως μία ένωση «αδελφών ψυχών», εξακολουθεί να είναι στο πιο βασικό του επίπεδο μια οικονομική συμφωνία για τη δημιουργία μιας οικογένειας. Και, έτσι, κάποια δυσαρεστημένα ζευγάρια μένουν μαζί για χάρη των παιδιών. Καταλήγουν σε μία άβολη ανακωχή, όπως ξεχωριστά υπνοδωμάτια ή ξεχωριστούς τραπεζικούς λογαριασμούς, διότι θεωρούν την προοπτική του διαζυγίου και το διχασμό των παιδιών μεταξύ δύο σπιτιών να είναι ένα ακόμη χειρότερο σενάριο.
Οι θρησκευτικές αντιλήψεις σχετικά με το διαζύγιο μπορούν επίσης να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο. Εάν φύγω από τον δυστυχισμένο γάμο μου, η εκκλησιαστική μου κοινότητα μπορεί να με απορρίψει και θα χάσω τη μόνη κοινωνική υποστήριξη που έχω. Ή θα νιώθω τόση απόγνωση από την ενοχή ότι απέτυχα που δεν θα μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου. Και πάλι, στην περίπτωση αυτή η απόφαση να μείνει κάποιος ή να αποχωρήσει δεν βασίζεται στις παρούσες συνθήκες, αλλά σε αυτό που αναμένει για το μέλλον.
Μόλις γίνει σαφές ότι δεν θα «ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», οι άνθρωποι αξιολογούν τις προοπτικές τους για το μέλλον. Εάν πιστεύουν ότι έχουν καλές πιθανότητες να βρουν κάτι καλύτερο, είναι επιρρεπείς στο να φύγουν και να ξεκινήσουν κάτι καινούριο. Ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα νεαρά παντρεμένα ζευγάρια έχουν περισσότερες πιθανότητες να χωρίσουν: Ξέρουν ότι διαθέτουν ακόμα όσα χρειάζονται για να βρουν έναν σύντροφο.
Αλλά όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιληφθούν μια εναλλακτική λύση που να είναι καλύτερη από τη δυστυχισμένη «συμφωνία σχέσης» που βρίσκονται, μπορούν να μείνουν και να προσπαθήσουν να κάνουν το καλύτερο που μπορούν μέσα σε μία κακή κατάσταση. Αυτά τα ζευγάρια βρίσκουν τρόπους να αμβλύνουν τη σύγκρουση στο γάμο τους, καταλήγοντας να είναι συγκάτοικοι και όχι «αδερφές ψυχές». Μπορούν να αντλήσουν λίγη ευτυχία από τη σχέση τους, αλλά δεν την περιμένουν. Και μερικοί, ίσως πολλοί, εξακολουθούν να βρίσκουν ικανοποιητική ευτυχία μέσα από τις φιλίες τους ή από άλλες δραστηριότητες στη ζωή τους.
https://www.psychologytoday.com/intl