Κάποιους ανθρώπους θα τους δένει πάντα κάτι το ανεξήγητο


 Δεν ξέρω αν λέγεται χημεία κι αν εξηγείται επιστημονικά, παραφυσικά, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Για να είμαι ειλικρινής δε με ενδιαφέρει και να μάθω. Όσα αισθανόμαστε δεν εκλογικεύονται. Προσπάθησε να εκλογικεύσεις συναίσθημα και θα είναι σαν να το απειλείς με βέβαιο θάνατο. Εκτός, βέβαια, αν αυτό είναι που θέλεις. Να το σκοτώσεις.


Παρ’ όλα αυτά θα σε απογοητεύσω γιατί ακόμη κι αν κατάφερνες να εκλογικεύσεις για μια στιγμή την καρδούλα σου, δε θα κρατούσε παρά μόνο για τόσο ακριβώς. Για μία στιγμή. Κι έπειτα πάλι θα σε κατέκλυζε η γλυκιά παραλυτική θολούρα του μέσα σου. Γι’ αυτό δε θα προσπαθήσω να εξηγήσω εκείνη τη μυστήρια κι ακατανίκητα δυνατή τόσο σωματική όσο και συναισθηματική έλξη που μπορεί να γεννηθεί ανάμεσα σε δυο ανθρώπους και να τους ξεπεράσει.


Είναι μια κατάσταση πολύ πιο βαθιά κι έντονη απ’ την απλή κ@βλα. Δε θέλει να ονομάσει τον εαυτό της ∈ρωτα κι ας ξέρει πως αν αφηνόταν να υπάρξει, θα οδηγούσε πιθανότατα σε αυτόν. Μπορεί να μην παραδεχτεί ποτέ την ύπαρξή της, αλλά η έντασή της με κάθε ευκαιρία ξεμπροστιάζει τους εμπλεκόμενους και τους αφήνει εκτεθειμένους.


Ίσως αυτοί οι δύο άνθρωποι να μην κατάφεραν ως τώρα να είναι μαζί. Ίσως να μην το καταφέρουν ποτέ πόσο μάλλον όταν οι ίδιοι φοβούνται να το ζήσουν. Πάντα θα υπάρχει μεταξύ τους αυτό το «κάτι», όμως, που τους έχει δέσει με μια αόρατη κλωστή για να τραβάει ο ένας τον άλλον με κάθε ευκαιρία ώσπου να χωριστούν ξανά ψάχνοντας να καταλάβουν γιατί δε σκοτώνεται μέσα τους αυτό που τους ενώνει.


Αυτό. Το παράξενο, οικείο, ανεξήγητο, εκνευριστικό «αυτό» που δε μοιάζει με κανένα άλλο και που ακόμη κι αν το παραχώσουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους πιστεύοντας ότι δε θα ξαναβγεί, εκείνο γελάει μαζί τους ως το επόμενο ερέθισμα.


Ως την επόμενη φορά που κάτι θα θυμίσει εκείνον ή εκείνη. Που κάποιος θα αναφέρει το γνωστό όνομα, που θα τύχει να περάσουν ξανά απ’ το γνωστό σημείο, που θα μιλήσει ένας κοινός γνωστός γι’ αυτούς, ή -ακόμη χειρότερα- που θα τρακάρουν στο δρόμο ο ένας τον άλλον.


Ανταλλαγές χαωμένων και καλά χαλαρών βλεμμάτων που αμέσως μετά, αφού χωριστούν, θα μείνουν για λίγο παγωμένα να ζωντανεύουν εικόνες του χτες. Αγκαλιές φιλικές που όταν χωρίζονται τα κορμιά εκείνες αποζητούν κρυφά το κάτι παραπάνω. Οι τυπικές κουβέντες που αραδιάζουν σχεδόν σαν υπνωτισμένοι αναρωτιούνται ακόμη κι οι ίδιες πώς έφτασαν απ’ τα πάντα να μιλούν για το τίποτε.


Αυτοί οι δύο, που σε μια παρελθοντική στιγμή πηδούσαν ανελέητα ο ένας το μυαλό του άλλου και κόντευαν να εκραγούν. Και που αν δεν τρικλοπόδιαζαν τους εαυτούς τους κάποτε θα το έκαναν ακόμη ξανά και ξανά γιατί αυτό το ρημάδι κάτι που τους δένει είναι πάνω απ’ τους ίδιους και πέρα από αυτούς.


Θα βρούνε κι άλλους εκεί έξω για να περάσουν όμορφα. Να ξεχαστούν. Να παθιαστούν. Να γοητευθούν.


Θα πιστέψουν με τη βοήθεια κάποιου από αυτούς ότι «το άλλο» έχει μείνει πίσω για τα καλά. Εθελοτυφλούν όμως απέναντι σε ένα πράγμα. Αυτό το άλλο που είχαν την τύχη να μοιραστούν δε μοιάζει με τίποτε απ’ όσα έζησαν ή πρόκειται να ζήσουν. Δεν είναι ότι δε θα μπορέσουν να ∈ρωτευτούν ή ότι δε θα συνεχίσουν τη ζωή τους. Τίποτε όμως δε θα είναι σαν εκείνο το παράξενο συναίσθημα που τους ξεσήκωνε όταν βρίσκονταν μαζί. Ένα συναίσθημα που έπνιξαν και που παράχωσαν όπως-όπως στο σκοτάδι στο όνομα κάποιου «δεν πρέπει» ή ενός και καλά «κακού timing»


Ακόμη κι αν τα επόμενα που θα έρθουν είναι κατακλυσμιαία, ίσως πιο έντονα, ίσως ∈ρωτας πραγματικός και τα συναφή, δε θα καταφέρουν να σκοτώσουν εκείνο που δεν έδωσε στον εαυτό του ευκαιρία να ζήσει. Το τόσο ξεχωριστό, το τόσο περίεργο, το τόσο οικείο που ακόμη και χρόνια μετά θα πιάνουν άθελά τους τους εαυτούς τους μέσα σε κάποια ατμόσφαιρα να το αποζητούν. Να θέλουν να το νιώσουν. Ν’ αναρωτιούνται γιατί ήταν αυτός ο άνθρωπος που κατάφερε να εισχωρήσει στο είναι τους με τρόπο θαρρείς αναγκαίο.


Και κάπως έτσι, δυο ψυχές θα είναι περιέργως πάντα ενωμένες όπου κι αν βρίσκονται, ακόμη κι αν το μυαλό έχει «ξεχάσει». Θα είναι πάντα «αυτοί οι δύο». Μια ιστορία που δε σβήνεται, που δεν εξηγείται, που έστω κι αν ποτέ δε δει το φως, θα τους φέρνει κοντά στα πιο απρόβλεπτα μέρη, με τους πιο απρόβλεπτους τρόπους, τις πιο απρόβλεπτες χρονικές στιγμές. Ίσα, που λες, για να ξαναπάρουν μια γεύση ο ένας απ’ τον άλλον.


Να ενωθούν οι αύρες τους για λίγο μιας κι εκείνες ακόμη θυμούνται και ψάχνουν στα κρυφά η μία την άλλη. Να γίνουν αστραπιαία ξανά «αυτοί οι δύο». Οι δύο που ανέτρεψαν τις σημασίες του μαζί και του χώρια και που αν αποφάσιζαν να αφεθούν οπουδήποτε, οποτεδήποτε για να το ζήσουν ακόμη και για ένα βράδυ, θα ανέτρεπαν ακόμη και τις ισορροπίες του σύμπαντος. Καθώς θα τα έδιναν όλα κι ακόμη περισσότερα σε μια ένωση που προηγούμενή της δε θα είχε υπάρξει.


Γιατί αν δεν το έχεις καταλάβει ως τώρα, αυτό που επέλεξε το μέσα σου ενστικτωδώς και που σου θύμισε κάποτε πανίσχυρο μαγνήτη, είναι αυτό το ένα που ακόμη κι αν το εξορίσεις στα πέρατα του υποσυνείδητου θα είναι δικό σου γιατί θα είναι για σένα. Μη φοβάσαι ό,τι μπορείς να εξηγήσεις και να καταλάβεις, λοιπόν. Μη φοβάσαι τα ξεκάθαρα και τα κατανοητά. Γιατί ακόμη κι αν ∈ρωτευτείς ξεκάθαρα και κατανοητά κάποτε, θα είναι όμορφα μα δε θα είναι το ίδιο.


Να φοβάσαι τα ολέθρια, τ’ ανεξήγητα. Αυτά που δεν μπορείς να ονομάσεις κι όμως σου συνέβησαν και σου ταίριαξαν σχεδόν σαν αρρωστημένα. Να τα φοβάσαι σαν τον διάολο το λιβάνι γιατί αυτά, περισσότερο απ’ το καθετί, θέλεις να τα ζήσεις και θα θέλεις πάντα γι’ αυτό και θα τα διώχνεις. Γιατί δε θα είναι τα ξηγημένα, ακίνδυνα, τακτοποιημένα συναισθήματα. Θα είναι όλα όσα μπορούν να σε ξεπεράσουν μαζεμένα σε ένα μόνο πρόσωπο. Κι αυτό το πρόσωπο θα είναι πάντα κάπου εκεί να σε στοιχειώνει σαν ένα σταυροδρόμι προς το «ζήσε με» ή προς το «σκότωσέ με». Να τα φοβάσαι γιατί όντας τόσο τρομακτικά σε κάνουν συνήθως να επιλέγεις το δεύτερο. Γι’ αυτό να τα φοβάσαι.


Έλλη Πράντζου


ΠΗΓΗ